μέσσατος

μέσσατος
μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, -η, -ον, επικ. τ. μεσσάτιος, -α, -ον (Α)
1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος
ο διαιτητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως υπερθετικό. Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. mesato, mesata].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέσσατος — midmost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσατον — μέσσατος midmost masc acc sg μέσσατος midmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσάτῳ — μέσσατος midmost masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαται — μέσσατος midmost fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσατος — μέσατος, η, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μέσσατος …   Dictionary of Greek

  • τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… …   Dictionary of Greek

  • υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”